- εμπνέω
- (AM ἐμπνέω)1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.»)νεοελλ.1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική σύλληψη2. (μτχ. παρακμ.) εμπνευσμένος, -η, -οα) αυτός που διακρίνεται για την έμπνευσή του, την πρωτοτυπία και την ευαισθησία του («εμπνευσμένος ποιητής, φιλόσοφος κ.λπ.»)β) αυτός που με την έμπνευσή του εμπνέει, συγκινεί και τους άλλους(«εμπνευσμένος λόγος, παράσταση, εκτέλεση, μουσική κ.λπ.»)γ) αρχ.1. (για άνεμο) πνέω προς ορισμένη διεύθυνση2. φουσκώνω τα πανιά τού πλοίου3. αναπνέω4. ζω5. παίζω αυλό6. αποπνέω, μυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.